Η πανδημία και η παρατεταμένη υγειονομική κρίση δημιούργησαν και ενίσχυσαν ήδη υπάρχοντα σοβαρά προβλήματα στον πυρήνα των οικογενειών. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαία η αύξηση της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών αλλά και η χρήση ηρεμιστικών και άλλων ψυχοτρόπων φαρμάκων. Η βία συνήθως αποτελεί εξωτερίκευση απειλητικών για τη σταθερότητα του εγώ συναισθημάτων και αποτελεί μια από τις εκδηλώσεις ψυχικής αποδιοργάνωσης των εφήβων, που έχουν αυξηθεί δραματικά μετά τις επάλληλες κρίσεις ενώ σε πολλά περιστατικά βίας μεταξύ και κατά ανηλίκων ρόλο παίζει η ακροδεξιά ιδεολογία, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός όπως και η προσπάθεια του δράστη να δείξει υπεροχή σε σχέση με το θύμα. Όμως όποια κι αν είναι η αιτία ή οι αιτίες πρέπει να αναλογιστούμε ποια θα είναι η ατομική και η συλλογική μας αντίδραση.
Σίγουρα η βία γεννά βία και η περισσότερη καταστολή θα φέρει περισσότερο φόβο και περισσότερη απειλή κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, γι’ αυτό και πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη νεανική παραβατικότητα με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και πλάνο δράσης, με στήριξη των υπαρχουσών υπηρεσιών και δομών, τόσο με ανθρώπινο δυναμικό όσο και με πόρους και με δημιουργία νέων όπου κριθεί αναγκαίο. Πρέπει να αποκτήσουμε μια κοινωνική στρατηγική ώστε να μπορέσουμε να βοηθήσουμε παιδιά και νέους να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και να δουν πως η αλληλεγγύη, η αποδοχή και η αλληλοστήριξη είναι αξίες που έχουν θέση στην καθημερινότητά μας όχι η αντιπαλότητα και η βαναυσότητα.Στην προσπάθεια αυτή κάθε κρίκος της αλυσίδας πρέπει να παίξει το ρόλο του: το σχολείο, η οικογένεια, η πολιτεία έχουν τους δικούς τους διακριτούς ρόλους στον αγώνα κατά της νεανικής εγκληματικότητας. Το σχολείο και η οικογένεια οφείλουν να διδάξουν τα παιδιά αξίες όπως η διαφορετικότητα, η ισότητα, η αλληλοβοήθεια, η αποδοχή της ιδιαιτερότητας, η συμπερίληψη. Η συντεταγμένη πολιτεία να δημιουργήσει το κατάλληλο θεσμικό και νομικό πλαίσιο διαφύλαξης των ιδεών αυτών και θεσμούς αποκαταστασιακής αντί της στείρας τιμωρητικής αντιμετώπισης που διέπει σήμερα το σωφρονιστικό σύστημα.
Στο ίδιο πλαίσιο η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να αναλάβει τις δικές της ευθύνες για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο σε τοπικό επίπεδο. Αυτό θα γίνει αν τη δούμε να εκφεύγει των στενών ορίων των νομοθετημένων αρμοδιοτήτων της δρώντας ως μοχλός ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της τοπικής κοινωνίας για ένα τόσο σημαντικό θέμα. Θα μπορούσε για παράδειγμα να δημιουργηθεί σε κάθε Δήμο μια εξειδικευμένη υπηρεσία, στελεχωμένη με το απαραίτητο επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχίατροι κλπ). Η υπηρεσία αυτή λειτουργώντας υπό την εποπτεία του οικείου δήμου θα μπορούσε να αναλαμβάνει τόσο προληπτικές δράσεις, όπως ημερίδες ενημέρωσης σε σχολεία και χώρους μαζικής συγκέντρωσης κατοίκων, χαρτογράφησης θυλάκων εν δυνάμει εκδήλωσης παραβατικότητας όσο και πρωτοβουλίες στήριξης θυμάτων βίας και bullying και των οικογενειών τους, κινητών μονάδων παρέμβασης στα σχολεία κλπ. Επίσης, θα μπορούσε κάθε δήμος να προχωρήσει στη δημιουργία τηλεφωνικής γραμμής υποστήριξης, που θα λειτουργούσε στο πλαίσιο της προαναφερθείσας υπηρεσίας, ώστε θύματα ή γονείς να ζητούν ανώνυμα υποστήριξη ή συμβουλές από εξειδικευμένο προσωπικό. Φυσικά, με δεδομένη την ευεργετική δράση και επιρροή του αθλητισμού η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να φροντίσει για την αύξηση των χώρων πρασίνου και άθλησης αλλά και να στηρίξει έμπρακτα τον τοπικό ερασιτεχνικό αθλητισμό.
Η πολιτεία πρέπει να εφαρμόσει μια συγκροτημένη πολιτική για να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή της χώρας μας. Όμως η τοπική αυτοδιοίκηση σαν ο βασικός θύλακας διαφύλαξης της συνοχής αυτής σε πρώτο επίπεδο έχει υποχρέωση να μπει μπροστά στον αγώνα για την καταπολέμηση του τόσο σοβαρού φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας βοηθώντας τους νέους να φτιάξουν μια καλύτερη, πιο ειρηνική κοινωνία του αύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου